Σελ. 45: Η πάμφωτη πολιτεία: το ποιητικό όραμα μιας ιδανικής πολιτείας (πρβλ. πλατωνική «Πολιτεία» και «Τίμαιο»), μιας «civitas solis» (πρβλ. Το ομώνυμο έργο του Campanella), μιας ονειρικής ουτοπίας, που, όμως, πολιορκείται από βαρβαρικές ορδές για να συνειδητοποιήσει, με την παρακμή και την πτώση της, τη δική της βαρβαρότητα. Πρβλ. Μακρυγιάννη: «θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε».
Σελ. 45: «Μήλος», «Σάμος», «Μυτιλήνη»: οι τρεις πόλεις αποστάτησαν από την αθηναϊκή συμμαχία ή αρνήθηκαν να ενταχθούν σ΄αυτήν στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Πολιορκήθηκαν και τελικά υποτάχθηκαν στους Αθηναίους οι οποίοι, για τιμωρία, θανάτωσαν όλους τους άνδρες και πούλησαν ως σκλάβους τα γυναικόπαιδα. (πρβλ. Θουκυδίδου, Ιστορίαι, Γ ,35-50 και Ε ,80-83)
Σελ. 46: «Κλέων»: αδίστακτος δημαγωγός, ο «βιαιότατος», κατά το Θουκυδίδη, ο πολιτικός ηγέτης της Αθήνας, ο οποίος διαδέχτηκε τον Περικλή. Ήταν αυτός που έπεισε τους Αθηναίους να επιβάλουν την απάνθρωπη τιμωρία στους Μυτιληναίους. Ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός στην εξαπάτηση του δήμου. Ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την προσωπικότητα και την πολιτική του τακτική στην κωμωδία του «Ιππείς».
Σελ. 46: Απολιθωμένα σώματα: ο ποιητής αντιμέτωπος με μυθική Μέδουσα (Γοργώ) και την Αθηνά, αγωνιά καθώς αναμετράται με τη γνώση και την «τερατώδη» σοφία, την οποία, όταν η ανθρώπινη ύπαρξη κατακτά, επιτείνει την καταστροφή της.
Σελ. 46: «τρίστρατα», «Σφίγγα», «Ιοκάστη», «Πύθων»: αναφορά στο μύθο των Λαβδακιδών και συγκεκριμένα στον Οιδίποδα, ο οποίος πηγαίνοντας στους Δελφούς για να μάθει την πραγματική του ταυτότητα, δολοφόνησε εν αγνοία του τον πατέρα του Λάιο στο τρίστρατο για να διαβεί εκείνος πρώτος. «Πύθων»: το τρομερό φίδι που φύλαγε το χώρο του Μαντείου των Δελφών, σύμβολο της δύναμης των πρωτόγονων χθόνιων θεοτήτων. Το σκότωσε ο Απόλλων για να γίνει ο ίδιος κύριος του μαντείου. Γι’ αυτό ονομαζόταν και Πύθιος, ενώ οι χρησμοδότριες ιέρειές του Πυθίες. (Απόλλων: φως/πολιτισμός vs Πύθων: σκότος /αρχέγονο ένστικτο).
Σελ. 47: μη ιστορικές εικόνες από την επιστοφή των ηττημένων Αθηναίων της Σικελικής εκστρατείας (415-413 π.Χ)
Σελ. 47: Αναγνώριση: ο ποιητής αναγνωρίζει τη φύση του καθώς οραματικά επεξεργάζεται την αισθητική των προγόνων. Ταυτίζει το έργο του με τα «ερείπια» των μνημείων. Πρόκειται για μια ανολοκλήρωτη αισθητική, ανίκανη να αποτελέσει ενότητα, ανίκανη να ολοκληρωθεί ως «Αγαθό». Έτσι, κι η τέχνη του ατελέσφορη, σπαραγματική, χρειάζεται τη συνεισφορά της φαντασίας των άλλων για να ολοκληρωθεί ως προσφορά και ευεργεσία στους δοκιμαζόμενους συνανθρώπους του.
Σελ. 48-49: Ονοματολόγοι εξουσιάζουν: το προνόμιο της μνήμης δεν ανήκει ούτε αναγνωρίζεται πια στους ποιητές, αλλά σε τυχοδιώκτες επιτήδειους, πρώην δούλους πολιτικάντηδων δημαγωγών, οι οποίοι αποτέλεσαν «χρήστες» της μνήμης. Ηγεμονεύουν εκμεταλλευόμενοι τη «δύναμη» που τους έδωσε η συνήθεια και η «εργαλειακή διαχείριση-χρήση της μνήμης».
Σελ. 48: «νομενκλάτορες»: στη Ρωμαϊκή εποχή, νομενκλάτορες ήταν οι δούλοι που αποστολή τους είχαν να θυμίζουν στους Ρωμαίους Συγκλητικούς αφέντες τους τα ονόματα των Ρωμαίων πολιτών που συναντούσαν στο δρόμο. Έτσι, οι Συγκλητικοί προσποιούνταν ότι έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για τους υπηκόους τους, των οποίων την ψήφο χρειάζονταν για την ανάδειξή τους στα δημόσια αξιώματα που διεκδικούσαν. (η λέξη από το λατινικό nomen-inis =όνομα)
Σελ. 49: Κ(άργιες), ανάμνηση Κάφκα: Στα τσέχικα «kavka» σημαίνει «κάργια». Κάθε διαπραγμάτευση ή ανάλυση του παραλόγου των τεχνολογικών και γραφειοκρατικών κοινωνιών και του υπαρξιακού κενού που αυτές προκαλούν είναι, μετά το έργο του, «καφκική». Η αναμονή της σωτηρίας από τους οδοιπορούντες αποίκους του δικού μας ποιητικού μύθου συνιστά καφκικό παράδοξο. Πρόκειται για ανθρώπους συντετριμμένους, άνευρους και ηττοπαθείς, όπως περιγράφονται στο ποίημα. Αυτοί, κατά τον ποιητή, δεν είναι πια ικανοί να γίνουν φορείς ελπίδας και νέας ζωής. Μια γενιά εξευγενισμένων δούλων που δεν μπορεί να εκπληρώσει καμιά σωτηρία.
Σελ. 50: Ο μηδίσας: (μηδίσας: ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιούνταν ως βαριά κατηγορία και ως υποτιμητική έκφραση αποδοκιμασίας για όσους Έλληνες της κλασσικής εποχής υιοθετούσαν τον τρυφηλό τρόπο ζωής των Μήδων-Περσών. Παρέπεμπε σε ανόσια προδοτική συμπεριφορά. Για μηδισμό κατηγορήθηκαν οι Θηβαίοι που συμμάχησαν με τους Πέρσες, αλλά και επιφανείς στρατηγοί και πολιτικοί όπως ο Θεμιστοκλής, ο Παυσανίας, ο Αλκιβιάδης. Μηδίσαντες θεωρήθηκαν όσοι επιφανείς έλληνες κατεφευγαν στην αυλή των Περσών βασιλέων ή σατραπών). Εδώ, συμβολικά: «μηδίσας», ο ποιητής Έζρα Πάουντ. Εύστοχος ο χαρακτηρισμός αν γίνει ο συσχετισμός με την προσωπικότητα, την αιχμαλωσία και τη μετέπειτα ζωή του μοντερνιστή αμερικανού ποιητή: Υποστήριξε τον Μουσολίνι, συνελήφθη από τους συμπατριώτες του Αμερικανούς στρατιώτες και δικάστηκε στις ΗΠΑ για εσχάτη προδοσία. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά λόγω διάγνωσης ψυχικής διαταραχής έζησε για 13 χρόνια έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική. Πέθανε στη Βενετία το 1972, στην πόλη όπου το 1908 εξέδωσε, με δικά του έξοδα, την 1η ποιητική του συλλογή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κύλησαν μέσα στη σιωπή. Ο ποιητής θίγει άλλη μια πτυχή της μοίρας των ποιητών, δέσμιος του φόβου,μην τυχόν υποστεί κι ο ίδιος μια παρόμοια μοίρα, μετά τη δηλωμένη αδυναμία του να εκπληρώσει τη σωτηρία που υποσχέθηκε στους συνοδοιπόρους του.
Σελ. 53: Σωπαίνουν οι εικονολάτρες: ο ποιητής επιδιώκει τη σιωπή,γι’ αυτό και γίνεται εχθρός των εικόνων. Όσοι πέθαναν στην πορεία μέσα στην άνυδρη κοίτη του Σπερχειού, σαν Ερινύες, του υποβάλλουν τη σιωπή, την επάνοδο στην αρρυθμία άλλων ποιητών. Αυτοί «συσκοτίζουν» τις εικόνες για να μην αποκαλυφθεί η δύναμη της ποίησης. Τον θέλουν έναν από αυτούς, μέλος ενός συμβιβασμένου «ιερατείου» που διακηρύττει πως μόνον αυτό δικαιούται να «ελέγχει» τις εικόνες της ποίησης. Ως «φανατικοί εικονολάτρες», κρατούν την τέχνη της ποιήσεως για τη συντεχνία τους. Σιγά σιγά μετατρέπονται σε «εικονόδουλους». Δεν δημιουγούν πια εικόνες, αλλά τους αρέσει να υποτάσσονται δουλικά σ’αυτές αναπαράγοντας ολοένα τις ίδιες.
Σελ. 54-55: Το πέρασμα στη σιωπή – Fragmenta et altera somnia: θραύσματα και άλλα όνειρα…: μετέωρος ο ποιητής ανάμεσα στις κραυγές της κοινότοπης ρητορείας και στη σιωπή. Αδύναμος, φοβισμένος, αλλά και μανιακός της υστεροφημίας, επιζητά ηγεμονία στη μνήμη των άλλων. Γι’ αυτό συνεχίζει να μαζεύει εικόνες, να διαπραγματεύεται τα ανεκπλήρωτα όνειρα της ιστορίας και την πίκρα των θυμάτων τους, διαλεγόμενος πια με τις σκιές των οραμάτων του.
Σελ. 54: «μανιακοί σπορείς οι Δευκαλίωνες»: Δευκαλίων: ο γενάρχης των Ελλήνων σύμφωνα με τη μυθολογία. Εδώ αξιοποίηση του μύθου της αναγέννησης του ανθρώπινου είδους από τις πέτρες που έριχνε ο Δευκαλίωνας μετά τον κατακλυσμό .
Σελ. 55: οι εικόνες και οι παραστάσεις των ψηφιδωτών από τη Μονή της Χώρας (11ος αι. μ.Χ, Κωνσταντινούπολη).
Σελ. 56: ΗΒΑΤΑΙΑΤΗ = ΗΒΑΤΑΙ ΑΤΗ: ηβάομαι-ωμαι: βρίσκομαι σε νεανική ακμή/ Άτη: η θεά που έφερνε στους ανθρώπους την τύφλωση οδηγώντας τους στην έπαρση και στην ύβριν προετοιμάζοντας ταυτόχρονα τη συντριβή της τιμωρίας και την κάθαρση. Τελικό συμπέρασμα: Η Άτη είναι ακόμη ισχυρή και παρούσα, επομένως, η τιμωρία και η κάθαρση καραδοκούν καθώς οι πλάνες και η αλαζονεία περισσεύουν.