Πάροδος(σελ.8). Η είσοδος, βλ. στην τραγωδία: το άσμα της εισόδου του χορού που γίνεται μετά τον πρόλογο. Εξαγγελία ενός τραγικού χορού για την έναρξη της ποιητικής πράξης και την έλευση του ποιητή: «Αυτός…». Είσοδος του ποιητή στον κόσμο της ποιητικής του πραγματικότητας, σαν σε ξεκίνημα τραγωδίας. Προσπαθεί να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στη δύσκολη εποχή που ζει. Φαίνεται αποφασισμένος να εγκαταλείψει την απραξία, την υποκρισία και τη σιωπή. Ο χρόνος διαστέλλεται για να δημιουργηθεί το διαρκές παρόν που θα επιτρέψει τις εναλλαγές παρόντος-παρελθόντος-μέλλοντος. Ο ποιητής παρατηρώντας τις σκηνές του παρόντος του, μεταφέρεται συνειρμικά στο παρελθόν για να θυμηθεί «την εξαγορασμένη του σιωπή». Προσπαθώντας να ξεφύγει πια από τη σιωπή αδυνατεί να αρθρώσει αρμονικούς ήχους οδηγούμενος στην μονοτονία κραυγών («ρεκάσματα»). Η υπέρβαση των κραυγών θα γίνει μέσα από την καταφυγή στη μνήμη. Ο ποιητής «ενθυμείται» και με τα θραύσματα της ενθύμησης, τους «σπονδύλους» του, συνθέτει το λόγο της ποίησης.
Σπόνδυλοι (σελ.9). Οι παιδικές αναμνήσεις, η όποια γνώση της τέχνης και της ιστορίας, οι διάσπαρτες εικόνες της μνήμης και της ζωής θα συνθέσουν την προφητεία, η οποία προβάλλεται ως αιτούμενη σωτηρία και ελπίδα για τους συνανθρώπους του. Νιώθει το κάλεσμα της Μούσας για να δημιουργήσει νέα όνειρα.(ακροστιχίδα τελευταίου στίχου: Ν…Ε…Ε = νέε).Σελ. 9, Σπόνδυλοι: τα βασικά μέρη του ποιητικού μύθου, «το D.N.A» της σύνθεσης.
Σελ. 9, Λαχέσεως λόγος, Πλάτωνος Πολιτεία 613e–619a : εικόνες παρμένες από το Μύθο του Ἡρός, όπως τον διηγείται ο Σωκράτης. Το αρχαίο κείμενο: «[616b] ἐπειδὴ δὲ τοῖς ἐν τῷ λειμῶνι ἑκάστοις ἑπτὰ ἡμέραι γένοιντο, ἀναστάντας ἐντεῦθεν δεῖν τῇ ὀγδόῃ πορεύεσθαι, καὶ ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους ὅθεν καθορᾶν ἄνωθεν διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς εὐθύ, οἷον κίονα, μάλιστα τῇ ἴριδιπροσφερῆ, λαμπρότερον δὲ καὶ καθαρώτερον· εἰς ὃ ἀφικέσθαι προελθόντες ἡμερησίαν ὁδόν, καὶ ἰδεῖν αὐτόθι κατὰ[616c] μέσον τὸ φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὰ ἄκρα αὐτοῦ τῶν δεσμῶν τεταμένα―εἶναι γὰρ τοῦτο τὸ φῶς σύνδεσμον τοῦ οὐρανοῦ, οἷον τὰ ὑποζώματα τῶν τριήρων, οὕτω πᾶσαν συνέχον τὴνπεριφοράν― ἐκ δὲ τῶν ἄκρων τεταμένον Ἀνάγκης ἄτρακτον,δι’ οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τὰς περιφοράς· οὗ τὴν μὲν ἠλακάτην τε καὶ τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος, τὸν δὲσφόνδυλον μεικτὸν ἔκ τε τούτου καὶ ἄλλων γενῶν. τὴν δὲ [616d] τοῦ σφονδύλου φύσιν εἶναι τοιάνδε· τὸ μὲν σχῆμα οἵαπερ ἡ τοῦ ἐνθάδε, νοῆσαι δὲ δεῖ ἐξ ὧν ἔλεγεν τοιόνδε αὐτὸν εἶναι, ὥσπερ ἂν εἰ ἐν ἑνὶ μεγάλῳ σφονδύλῳ κοίλῳ καὶ ἐξεγλυμμένῳ διαμπερὲς ἄλλος τοιοῦτος ἐλάττων ἐγκέοιτο ἁρμόττων, καθάπερ οἱ κάδοι οἱ εἰς ἀλλήλους ἁρμόττοντες, καὶ οὕτω δὴ τρίτον ἄλλον καὶ τέταρτον καὶ ἄλλους τέτταρας. ὀκτὼ γὰρ εἶναι τοὺς σύμπαντας σφονδύλους, ἐν ἀλλήλοις ἐγκειμένους,[616e] κύκλους ἄνωθεν τὰ χείλη φαίνοντας, νῶτον συνεχὲς ἑνὸς σφονδύλου ἀπεργαζομένους περὶ τὴν ἠλακάτην· ἐκείνην δὲ διὰ μέσου τοῦ ὀγδόου διαμπερὲς ἐληλάσθαι. τὸν μὲν οὖν πρῶτόν τε καὶ ἐξωτάτω σφόνδυλον πλατύτατον τὸν τοῦ χείλους κύκλον ἔχειν, τὸν δὲ τοῦ ἕκτου δεύτερον, τρίτον δὲ τὸν τοῦ τετάρτου, τέταρτον δὲ τὸν τοῦ ὀγδόου, πέμπτον δὲ τὸν τοῦ ἑβδόμου, ἕκτον δὲ τὸν τοῦ πέμπτου, ἕβδομον δὲ τὸντοῦ τρίτου, ὄγδοον δὲ τὸν τοῦ δευτέρου. καὶ τὸν μὲν τοῦμεγίστου ποικίλον, τὸν δὲ τοῦ ἑβδόμου λαμπρότατον, τὸν δὲ [617a] τοῦ ὀγδόου τὸ χρῶμα ἀπὸ τοῦ ἑβδόμου ἔχειν προσλάμποντος,τὸν δὲ τοῦ δευτέρου καὶ πέμπτου παραπλήσια ἀλλήλοις, ξανθότερα ἐκείνων, τρίτον δὲ λευκότατον χρῶμα ἔχειν, τέταρτον δὲ ὑπέρυθρον, δεύτερον δὲ λευκότητι τὸν ἕκτον. κυκλεῖσθαι δὲ δὴ στρεφόμενον τὸν ἄτρακτον ὅλον μὲν τὴν αὐτὴν φοράν, ἐν δὲ τῷ ὅλῳ περιφερομένῳ τοὺς μὲν ἐντὸς ἑπτὰ κύκλους τὴν ἐναντίαν τῷ ὅλῳ ἠρέμα περιφέρεσθαι, αὐτῶν δὲ τούτων τάχιστα μὲν ἰέναι τὸν ὄγδοον, δευτέρους δὲ καὶ ἅμα [617b] ἀλλήλοις τόν τε ἕβδομον καὶ ἕκτον καὶ πέμπτον· [τὸν] τρίτον δὲ φορᾷ ἰέναι, ὡς σφίσι φαίνεσθαι, ἐπανακυκλούμενον τὸντέταρτον, τέταρτον δὲ τὸν τρίτον καὶ πέμπτον τὸν δεύτερον.στρέφεσθαι δὲ αὐτὸν ἐν τοῖς τῆς Ἀνάγκης γόνασιν. ἐπὶ δὲτῶν κύκλων αὐτοῦ ἄνωθεν ἐφ’ ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα συμπεριφερομένην, φωνὴν μίαν ἱεῖσαν, ἕνα τόνον· ἐκ πασῶν δὲ ὀκτὼ οὐσῶν μίαν ἁρμονίαν συμφωνεῖν. ἄλλας δὲ καθημένας πέριξ δι’ ἴσου τρεῖς, ἐν θρόνῳ ἑκάστην, θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης, Μοίρας, λευχειμονούσας, στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας, Λάχεσίν τε καὶ Κλωθὼ καὶ Ἄτροπον, ὑμνεῖνπρὸς τὴν τῶν Σειρήνων ἁρμονίαν, Λάχεσιν μὲν τὰ γεγονότα, Κλωθὼ δὲ τὰ ὄντα, Ἄτροπον δὲ τὰ μέλλοντα. καὶ τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῦ ἀτράκτου τὴν ἔξω περιφοράν, διαλείπουσαν χρόνον, τὴν δὲ Ἄτροπον τῇ ἀριστερᾷ τὰς ἐντὸς αὖ ὡσαύτως· τὴν δὲ Λάχεσιν [617d] ἐν μέρει ἑκατέρας ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἐφάπτεσθαι. σφᾶς οὖν, ἐπειδὴ ἀφικέσθαι, εὐθὺς δεῖν ἰέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν. προφήτην οὖν τινα σφᾶς πρῶτον μὲν ἐν τάξει διαστῆσαι, ἔπειταλαβόντα ἐκ τῶν τῆς Λαχέσεως γονάτων κλήρους τε καὶ βίων παραδείγματα, ἀναβάντα ἐπί τι βῆμα ὑψηλὸν εἰπεῖν ―«Ἀνάγκης θυγατρὸς κόρης Λαχέσεως λόγος.Ψυχαὶ ἐφήμεροι, ἀρχὴ ἄλλης περιόδου θνητοῦ γένους θανατηφόρου. [617e] οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ’ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε.πρῶτος δ’ ὁ λαχὼν πρῶτος αἱρείσθω βίον ᾧ συνέσται ἐξ ἀνάγκης. ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον, ἣν τιμῶν καὶ ἀτιμάζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναίτιος.» Ταῦτα εἰπόντα ῥῖψαι ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, τὸν δὲ παρ’ αὑτὸν πεσόντα ἕκαστον ἀναιρεῖσθαι πλὴν οὗ, ἓδὲ οὐκ ἐᾶν· τῷ δὲ ἀνελομένῳ δῆλον εἶναι ὁπόστος εἰλήχει. μετὰ δὲ τοῦτο αὖθις τὰ τῶν βίων παραδείγματα εἰςτὸ πρόσθεν σφῶν θεῖναι ἐπὶ τὴν γῆν, πολὺ πλείω τῶν παρόντων. εἶναι δὲ παντοδαπά· ζῴων τε γὰρ πάντων βίους καὶ δὴ καὶ τοὺς ἀνθρωπίνους ἅπαντας. τυραννίδας τε γὰρ ἐν αὐτοῖς εἶναι, τὰς μὲν διατελεῖς, τὰς δὲ καὶ μεταξὺ διαφθειρομένας καὶ εἰς πενίας τε καὶ φυγὰς καὶ εἰς πτωχείας τελευτώσας· εἶναι δὲ καὶ δοκίμων ἀνδρῶν βίους, τοὺς μὲν ἐπὶ εἴδεσιν καὶ κατὰ κάλλη καὶ τὴν ἄλλην ἰσχύν[618b] τε καὶ ἀγωνίαν, τοὺς δ’ ἐπὶ γένεσιν καὶ προγόνων ἀρεταῖς, καὶ ἀδοκίμων κατὰ ταῦτα, ὡσαύτως δὲ καὶ γυναικῶν. Ψυχῆς δὲ τάξιν οὐκ ἐνεῖναι διὰ τὸ ἀναγκαίως ἔχειν ἄλλον ἑλομένην βίον ἀλλοίαν γίγνεσθαι· τὰ δ’ ἄλλα ἀλλήλοις τε καὶ πλούτοις καὶ πενίαις, τὰ δὲ νόσοις, τὰ δ’ ὑγιείαις μεμεῖχθαι, τὰ δὲ καὶ μεσοῦν τούτων. ἔνθα δή, ὡς ἔοικεν, ὦ φίλε Γλαύκων, ὁ πᾶς κίνδυνος ἀνθρώπῳ, καὶ διὰ ταῦτα μάλιστα [618c] ἐπιμελητέον ὅπως ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἄλλων μαθημάτων ἀμελήσας τούτου τοῦ μαθήματος καὶ ζητητὴς καὶ μαθητὴς ἔσται, ἐάν ποθεν οἷός τ’ ᾖ μαθεῖν καὶ ἐξευρεῖν τίς αὐτὸν ποιήσει δυνατὸν καὶ ἐπιστήμονα, βίον καὶ χρηστὸν καὶ πονηρὸν διαγιγνώσκοντα, τὸν βελτίω ἐκ τῶν δυνατῶν ἀεὶ πανταχοῦ αἱρεῖσθαι· ἀναλογιζόμενον πάντα τὰ νυν δὴ ῥηθέντα καὶ συντιθέμενα ἀλλήλοις καὶ διαιρούμενα πρὸς ἀρετὴν βίου πῶς ἔχει, εἰδέναι τί κάλλος πενίᾳ ἢ πλούτῳ κραθὲν καὶ [618d] μετὰ ποίας τινὸς ψυχῆς ἕξεως κακὸν ἢ ἀγαθὸν ἐργάζεται, καὶ τί εὐγένειαι καὶ δυσγένειαι καὶ ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαὶ καὶ ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι καὶ εὐμαθίαι καὶ δυσμαθίαι καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν φύσει περὶ ψυχὴν ὄντων καὶ τῶν ἐπικτήτων τί συγκεραννύμενα πρὸς ἄλληλα ἐργάζεται, ὥστε ἐξ ἁπάντων αὐτῶν δυνατὸν εἶναι συλλογισάμενον αἱρεῖσθαι, πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς φύσιν ἀποβλέποντα, τόν τε χείρω καὶ τὸν ἀμείνω [618e] βίον, χείρω μὲν καλοῦντα ὃς αὐτὴν ἐκεῖσε ἄξει, εἰς τὸ ἀδικωτέραν γίγνεσθαι, ἀμείνω δὲ ὅστις εἰς τὸ δικαιοτέραν. τὰ δὲ ἄλλα πάντα χαίρειν ἐάσει· ἑωράκαμεν γὰρ ὅτι ζῶντί τε καὶ τελευτήσαντι αὕτη κρατίστη αἵρεσις. ἀδαμαντίνως δὴ [619a] δεῖ ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα εἰς Ἅιδου ἰέναι, ὅπως ἂν ᾖ καὶ ἐκεῖ ἀνέκπληκτος ὑπὸ πλούτων τε καὶ τῶν τοιούτων κακῶν, καὶ μὴ ἐμπεσὼν εἰς τυραννίδας καὶ ἄλλας τοιαύτας πράξεις πολλὰ μὲν ἐργάσηται καὶ ἀνήκεστα κακά, ἔτι δὲ αὐτὸς μείζω πάθῃ, ἀλλὰ γνῷ τὸν μέσον ἀεὶ τῶν τοιούτων βίον αἱρεῖσθαι καὶ φεύγειν τὰ ὑπερβάλλοντα ἑκατέρωσε καὶ ἐν τῷδε τῷ βίῳ κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἐν παντὶ τῷ ἔπειτα· οὕτω γὰρ[619b] εὐδαιμονέστερος γίγνεται ἄνθρωπος».
Ο θεράπων της εξουσίας (σελ.10). Η μαρτυρία του ποιητή για το πώς ο ίδιος βίωσε την παρακμή.Υπήρξε υπηρέτης μιας τυραννικής εξουσίας βολεμένος μέσα στην τρυφή και την αναγνώριση που του πρόσφερε, αποποιήθηκε την ποίηση, αρκέστηκε στην περιγραφή της πραγματικότητας, βίωσε την «υποταγή» της παράδοσης στην έτοιμη σκέψη των κοινών μετρήσεων, έζησε ήσυχα τη θαλπωρή της καθημερινής σιγουριάς στο πλευρό των δυνατών με τίμημα τη σιωπή. Τώρα, παρ’ όλο που δεν έγινε ο ίδιος τυραννοκτόνος, επανέρχεται η συνείδηση και η αστάθεια για να «εκραγεί» ατιθάσευτος ο λόγος.
Σελ. 10, «Πεισιστρατίδες»: ονομάζονται οι γιοι του Τυράννου Πεισίστρατου, Ίππαρχος και Ιππίας οι οποίοι συνέχισαν την τυραννική εξουσία του πατέρα τους. Ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, ενώ ο Ιππίας κυβέρνησε για άλλα τέσσερα χρόνια ώσπου ανετράπη από τους Αλκμεωνίδες και τους Λακεδαιμονίους και εξορίστηκε. Τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, τους αποκαλούμενους από τότε «τυραννοκτόνους», η αθηναϊκή δημοκρατία τους τιμούσε ως ήρωες.
Σελ. 10, «εἲθε ἲτω, εἲθε ἲσθω»: «μακάρι να έρθει, μακάρι να γνωρίσει», ψάλλει ο χορός για την έλευση του ποιητή – προφήτη.
Ο έφηβος των αναμνήσεων (σελ. 12-13). Η εικόνα των θανατωμένων πτηνών στο παιδικό βλέμμα και η παρατήρηση της σήψης των περιστεριών από ψηλά, όταν ο ποιητής, παιδί ακόμη, νιώθει την ανάγκη να απομονωθεί και σκαρφαλώνει στη στέγη. Οιωνοσκόπος για πρώτη φορά; Οι παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις πλημμυρίζουν τη σκέψη και αποκαλύπτονται στη συνείδηση οραματικά με τα πουλιά και την πτήση να γίνονται από τότε και στο εξής εμμονή. Από την παρατήρηση των στρουθίων στο θαυμασμό των κύκνων. Αναδύονται οι ενοχές για απερίσκεπτους φόνους πτηνών. Ίσως ο μύχιος φθόνος του ανθρώπου για την ικανότητα της πτήσης.
Σελ. 12, «ἑωθινά»: Τροπάρια που ψάλλονται στο τέλος του Όρθρου πριν από τη Μεγάλη Δοξολογία.
Σελ. 13: «ρεπόντων ορνίθων και απελπισμένων στρουθίων»: ρέπων είναι αυτός που γέρνει, ο χωλός // στρουθία: σπουργίτια. Πρβλ. Τη συχνή χρήση της λέξης στο έργο του Παπαδιαμάντη και τον ΡΑ΄, 101 Ψαλμό του Δαυίδ: «ἠγρύπνησα καὶἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος…».
Κύκνος οιωνός – Αναθήματα στις όχθες (σελ. 14). Αναφορά στο φόνο του κύκνου στο ποτάμι από τον πατέρα και ο νυχτερινός παιδικός θρήνος δίπλα στο σκοτωμένο αιμόφυρτο πουλί. Η Μνήμη αναδομεί τις εικόνες που έζησε δίπλα στο ποτάμι, το Σπερχειό. Ο Σπερχειός είναι το προνομιακό και γνώριμο τοπίο της άγουρης νιότης που συνδέεται με το δέος απέναντι στις άλογες δυνάμεις της φύσης. Εκεί, βιώνεται η άνιση μάχη των κύκνων με τα ερπετά: «κατασπαράζοντας την ομορφιά των φτερών», δηλαδή, η μάχη της ομορφιάς εναντίον της φυσικής βίας. Μπροστά στην τραγωδία και το αδιέξοδο η επίκληση σωτηρίας προς το θεοποιημένο Σπερχειό των αρχαίων μύθων και της ομηρικής Φθίας. Ο ποιητής, αρνούμενος το παρόν, προσπαθεί να ζήσει μέσα στους μύθους αυτούς για να λυτρωθεί αντλώντας μορφές και εικόνες.
Σπερχειός (σελ. 15). Γίνεται το σκηνικό – απαρχή της ποιητικής έκστασης. Προσφέρει τις εικόνες, αλλά απαιτεί ως θεός των παλαιών μύθων ύμνο: «ὓμνον μοι ποίει» : ύμνησέ με …. Η δεσποτεία του δίνει στη σκέψη του ποιητή την ορμή ώστε να διεισδύσει στους αιώνιους νόμους της ιστορίας: η πορεία από την έπαρση της δύναμης στην παρακμή και στην πτώση μέσα από την καταστροφή των ψυχών.
Ιστοριογραφία (σελ. 16). Συμμετοχή και αφήγηση στις διαδρομές της ιστορίας. Κρυμμένος θαυμασμός για το Θουκυδίδειο λόγο –άλλη μια εφηβική εμμονή-. Η Αθήνα του Περικλή τη στιγμή που οι Αθηναίοι είναι κλεισμένοι στα τείχη. Ο ποιητής παρατηρεί, ιστορεί με θλίψη την κατάντια εκείνης της πολιτείας και της δικής του. Η ομοιότητα με το παρόν εμφανής. Μετά τους μύθους, η ιστορία εισχωρεί στη σύνθεση ως υπέρβαση της μυθολογικής αντίληψης και πιο άμεση ερμηνεία για τον άνθρωπο και κόσμο. Το έργο του Θουκυδίδη καθιστά την ιστορία βαθεία ανθρωπολογία. Στη συνείδηση του ποιητή βαραίνουν τρεις «κορυφαίες» σκηνές της θουκυδίδειας αφήγησης:
Σελ. 16: ο Επιτάφιος του Περικλή, Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Β, 36.
Σελ. 16: ξεχείλιζε αντί ξεχύλιζε (παρόραμα)
Σελ. 17: αδωροδόκητος αντί αδωροκόκητος (παρόραμα)
Σελ. 17: η περιγραφή του λοιμού, Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Β, 52-54: «Ἐπίεσε δ’ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας. οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ’ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ’ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντοκαὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένουγὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. νόμοιτε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶννεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν. τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. Ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι. καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ’ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρή-σεται·ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον,τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο, ἀνθρώπων τ’ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. Ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους, φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ.»
Σελ.17: πνίγος και θέρμη: η τραγική μοίρα των Αθηναίων αιχμαλώτων στα λατομεία της Σικελίας. Θουκυδίδου, Ἱστορίαι ,Βιβλίο Ζ, 87: «Τοὺς δ’ ἐν ταῖς λιθοτομίαις οἱ Συρακόσιοι χαλεπῶς τοὺς πρώτους χρόνους μετεχείρισαν. Ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, πάντα τε ποιούντων αὐτῶν διὰ στενοχωρίαν ἐν τῷ αὐτῷ καὶ προσέτι τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ’ ἀλλήλοις ξυννενημένων, οἳ ἔκ τε τῶν τραυμάτων καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν καὶ τὸ τοιοῦτον ἀπέθνῃσκον, καὶ ὀσμαὶ ἦσαν οὐκ ἀνεκτοί, καὶ λιμῷ ἅμα καὶ δίψῃ ἐπιέζοντο (ἐδίδοσαν γὰρ αὐτῶν ἑκάστῳ ἐπὶ ὀκτὼ μῆνας κοτύλην ὕδατος καὶ δύο κοτύλας σίτου), ἄλλα τε ὅσα εἰκὸς ἐν τῷ τοιούτῳ χωρίῳ ἐμπεπτωκότας κακοπαθῆσαι, οὐδὲν ὅτι οὐκ ἐπεγένετο αὐτοῖς·»
Σελ. 17: «κοτύλη»: είδος ποτηριού και είδος μέτρου (μαρτυρείται ως ποτήρι από τον Όμηρο και ως μέτρο μέτρησης από το Σόλωνα μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή).
Αφίχθη ο αυλητής των κυμάτων (σελ. 18). Ο ποιητής, μετά τις διαδρομές στην ιστορία, έτοιμος να ξεπεράσει τις κραυγές και να εισέλθει στην αρμονία του οραματικού λόγου της ποίησης αναλαμβάνοντας το ρόλο του ρυθμιστή της ελπίδας. Φαίνεται ότι συναινεί για να διαδραματίσει το ρόλο αυτό. Έτσι, στην απελπισμένη πολιτεία του παρόντος, λίγο πριν τη «βεβαία πτώση» ανακοινώνεται η έλευση του οιωνοσκόπου – ποιητή. Καλείται,με στομφώδεις προσφωνήσεις, να προχωρήσει στη θυσία και στη λυτρωτική οιωνοσκοπία του ερμηνεύοντας τη θυσία-σφαγή των πτηνών -οιωνών.