Αφού πεθάνει άδοξα, αδωροδόκητος ο αρχηγός /
βασανιστές στυγνοί των αιχμαλώτων, /
ακόλαστοι και φερέλπιδες /
θα ξεκινήσουμε για τη νέα μας δόξα./
Αδίστακτοι, με την ίδια ορμή /
ημέρες και νύχτες κωπηλατώντας /
για να πεθάνουμε στις άσκεπες τρώγλες των λατομείων /
από το πνίγος και τη θέρμη./
Θα κλέψουμε την αδειανή κοτύλη του τυφλωμένου συντρόφου /
δε θα γυρίσουμε ποτέ στην πατρίδα ούτε θα ονειρευτούμε
την ταπείνωση του νόστου./
Αδικήσαμε χωρίς οίκτο, η Κόλαση μας συνέβη.
(Αυλητής, Α, σ.17-18)