ἄμυδις δε τε κῦ μα κελαινὸν κορθύεται (Ι 4-8)
σαπιοκάραβα προορισμένα να κατοικήσουν στο βυθό
επιπλέουν όσο διαρκεί η χαρά των παιδιών στην αγκαλιά των κυνηγημένων μανάδων τους, μα,
όταν, μεσοπέλαγα, ο ύπνος βαδίσει στα τρυφερά κι ανέμελα προσωπάκια τους,
έρχεται η ώρα -σίδερα και σάρκες οξειδωμένες- να παραδοθούν στις μαύρες δυνάμεις των κυμάτων
για να ενταφιάσουν την τελευταία τους αγωνία στα τρυφερά βράχια της μεσόγειας αβύσσου.
Στις ακτές μας θρηνωδούν, κρυφά απ΄τον πατέρα τους, οι Νηρηϊδες.
Εμείς αμέριμνοι στη ζεστασιά μας
κυοφορούμε στα βλέμματά μας το θαυμασμό για όλους τους θανάτους.
31.10.2015