Περπατούσαμε την ανηφόρα
ανεβαίνοντας
– με τις ψυχές μας βουβές –
κοιτώντας πίσω
είδαμε
την κοιλάδα να βυθίζεται στην πάχνη
τα δέντρα να υποφέρουν στα ξεφλουδισμένα τους σώματα,
τα άνθη να ευωδιάζουν στην αθωότητά τους
τα αδέσποτα σκυλιά να χαμηλώνουν το κεφάλι
Εν εκστάσει αυτός ο γύρω κόσμος
κι ο δρόμος στίβος σκληρός.
« Αγωνίζεται το φως να μην πνιγεί στη λάσπη»
Δεν άντεξες την πίκρα
Των χλευασμών μες τις ωδές των πουλιών,
Έγειρες στη συγχώρεση
Όπως σεμνά ο πελαργός
δίνει τροφή το αίμα του
στους πεινασμένους νεοσσούς του.