Εμείς, οι τωρινοί γραφείς διορισμένοι – με μισθό – στα λιμάνια του Πτολεμαίου, νηολογούμε – ξανά και ξανά – με καθαρή γραφή ελληνική τα απεχθή φαντάσματα των βυθών.
Θαυμάζουμε τη δύναμη των πεθαμένων, με οίνο άκρατο όταν ξεπλένουμε τα οστά τους από το αλάτι. Πριν, όμως, ανάψει η πυρά της θλίψης για όλους αυτούς τους Εσταυρωμένους οι Σταυροί Τους από των εύδρομων τριήρων τα ξύλα σαπισμένα και νωπά αραδιάζονται σε σωρό. Για να καούν;
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ανάμεσά τους ψάχνουμε τα ερετμά ή κάποια κομμάτια τους σκληρά για να κωπηλατήσουν – εδώ, τώρα – στο παρόν μας, δηλαδή, οι άγουροι δικοί μας νέοι – όπως οι κελευστές τους νεύουν -.